ἐπαισχύνομαι
Καρπὸς γὰρ ἀρετῆς ἐστιν εὔτακτος βίος → Composita recte vita frux virtutis est → Ein wohlgeordnet Leben ist der Tugend Frucht
English (LSJ)
fut. -αισχυνθήσομαι,
A to be ashamed at or of, τῷ οὐνόματι Hdt.1.143; τινά or τι, X.HG4.1.34, Pl.Sph.247c: c. inf., to be ashamed to do, A.Ag. 1373: c. part., to be ashamed of doing or having done a thing, Hdt. 1.90, S.Aj.1307, Ph.929, etc.: abs., feel shame, show a sense of shame, Pl.R. 573b, Men.625.
II late in Act., make ugly, mar, Nonn. D. 20.61, 42.421.
German (Pape)
[Seite 896] eigtl. pass., beschämt werden wobei, sich worüber schämen; τἀναντία εἰπεῖν οὐκ ἐπαισχυνθήσομαι, d. i. ich werde mich nicht scheuen, Aesch. Ag. 1346; Soph. O. C. 982; Plat. Phaed. 85 d; – c. partic., οὐκ ἐπαισχύνει μ' ὁρῶν Soph. Phil. 917; λέγων, zu sagen, Ant. 1286, wie Her. 1, 90; τινί, worüber, 1, 143. 9, 85; τί, vor Etwas, Plat. Soph. 247 c; τινά, vor Einem Scheu haben, Xen. Hell. 4, 1, 34.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπαισχυνθήσομαι, ao. ἐπῃσχύνθην, pf. inus.
avoir honte de : τινι, τι de qch ; τινα devant qqn.
Étymologie: ἐπί, αἰσχύνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαισχύνομαι: (fut. ἐπαισχυνθήσομαι, aor. ἐπῃσχύνθην) стыдиться, стесняться (τινι Her., Plut., τινα Xen. и τι Plat.; ποιεῖν τι Aesch., Plat., Diod.): οὐκ ἐπαισχύνει μ᾽ ὁρῶν τὸν προστρόπαιον; Soph. и тебе не совестно, что я на коленях перед тобой?
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαισχύνομαι: μέλλ. -αισχυνθήσομαι: Ἀποθ.: - Αἰσχύνομαι, ἐντρέπομαι ἐπί τινι, ἐπαισχύνεσθαι τῷ ὀνόματι Ἡρόδ. 1. 143. μετ’ αἰτ., ἐντρέπομαί τινα, ἐπῃσχύνθησαν αὐτὸν καὶ ἐσιώπησαν Ξεν. Ἑλλην. 4. 1, 34· αἰσχύνονται τὸ τολμᾶν... Πλάτ. Σοφιστ. 247C· μετ’ ἀπαρ., ἐντρέπομαι, τἀναντί’ εἰπεῖν οὐκ ἐπαισχυνθήσομαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1373· μετὰ μετοχ., ἐντρέπομαι ὅτι ἔπραξά τι, εἰρωτᾶν εἰ οὔ τι ἐπαισχύνεται... ἐπάρας Κροῖσον στρατεύεσθαι ἐπὶ Πέρσας Ἡρόδ. 1. 90 οὐδ’ ἐπαισχύνει λέγων; Σοφ. Αἴ. 1307, Φιλ. 920, κτλ., ἀπολ., αἰσθάνομαι αἰσχύνην, δεικνύω συναίσθησιν αἰσχίνης, Πλάτ. Πολ. 573Β, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 80.
English (Strong)
from ἐπί and αἰσχύνομαι; to feel shame for something: be ashamed.
English (Thayer)
future ἐπαισχυνθήσομαι; 1st aorist ἐπησχυνθην, and with neglect of augment ἐπαισχυνθην (L T Tr WH; cf. (WH s Appendix, p. 161); Buttmann, 34 (30); (Winer's Grammar, § 12at the end)); from Aeschylus down; to be ashamed (ἐπί on account of (cf. Alex.; Ellicott on αἰσχύνω): absolutely, τινα (on the accusative, cf. Winer's Grammar, § 32,1b. α.; Buttmann, 192 (166)), of a person, τί, of a thing, ἐπί τίνι, the dative of a thing, Sept.: Alex.); Job 34:19.)
Greek Monolingual
ἐπαισχύνομαι (AM)
(αποθ.) ντρέπομαι να κάνω ή να υποστώ κάτι («πολλῶν πάροιθεν καιρίως εἰρημένων τἀναντία εἰπεῖν οὐκ ἐπαισχυνθήσομαι», Αισχύλ.)
αρχ.
1. ντρέπομαι για κάτι («φαίνονταί μοι οἱ πολλοὶ αὐτῶν ἐπαισχύνεσθαι τῷ οὐνόματι», Ηρόδ.)
2. (με αιτ.) ντρέπομαι κάποιον
3. ντρέπομαι για κάτι που έκανα ή κάνω («οὐδ' ἐπαισχύνει λέγων», Σοφ.)
4. από ντροπή δεν ομολογώ, αρνούμαι κάποιον ή κάτι
5. ενεργ. κάνω κάποιον άσχημο, ασχημίζω.
Greek Monotonic
ἐπαισχύνομαι: μέλ. -αισχυνθήσομαι, αποθ.· αισχύνομαι, ντρέπομαι να κάνω, σε Αισχύλ.· με μτχ., ντρέπομαι επειδή κάνω ή έχω κάνει κάτι, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.
Middle Liddell
fut. -αισχυνθήσομαι
Dep.:— to be ashamed at or of, τινι Hdt.; τινι Hdt.; τινα or τι Xen.:—c. inf. to be ashamed to do, Aesch.; c. part. to be ashamed of doing or having done a thing, Hdt., Soph., etc.
Chinese
原文音譯:™paiscÚnomai 誒普-埃虛挪買
詞類次數:動詞(11)
原文字根:在上-卑鄙 相當於: (בֹּושׁ) (חָפֵץ / חָפַץ) (נָשָׂא)
字義溯源:感覺羞恥,看為羞恥,當作可恥,以為恥,羞恥,為恥;由(ἐπί)*=在⋯上,在)與(αἰσχύνομαι)=感覺羞恥)組成;而 (αἰσχύνομαι)出自(αἰσθητήριον)Y*=毀容)。參讀 (αἰσχύνομαι)同源字參讀 (αἰδώς / δέος)同義字
出現次數:總共(11);可(2);路(2);羅(2);提後(3);來(2)
譯字彙編:
1) 當作可恥的(3) 可8:38; 可8:38; 路9:26;
2) 你⋯為恥(1) 提後1:8;
3) 我⋯以為恥(1) 提後1:12;
4) 他⋯以為恥(1) 來2:11;
5) 你們⋯羞恥(1) 羅6:21;
6) 我⋯為恥(1) 羅1:16;
7) 為恥(1) 提後1:16;
8) 以為恥(1) 來11:16;
9) 也要⋯當作可恥的(1) 路9:26