ἀνταπωθέω
English (LSJ)
A repel in turn, Arist.Pr.936b35:—Pass., Id.Somn.Vig. 457b23.
German (Pape)
[Seite 244] dagegen zurückstoßen, Arist. Probl. 24, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταπωθέω: ὠθῶ ὀπίσω ἢ πρὸς τὰ κατω, διὰ βάρος σωματοειδὲς… ἀνταπωθοῦντα Ἀριστ. Προβλ. 24. 9, 3: - Παθ., τὸ ἀμαχθὲν [σωματοειδὲς]… πάλιν ἀνταπωθεῖται καὶ κάτω ῥεῖ ὁ αὐτ. Περὶ Ὕπν. 3. 23.