ον,
A ending evil, ὕπνος Thgn.476.
λῡσίκᾰκος: -ον, καταπαύων τὸ κακόν, Θέογν. 476· κ. ἀλλ. λησικ-.
ος, ον :qui délivre des maux.Étymologie: λύω, κακός.