ἀντιβόλησις

Revision as of 19:43, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

εως, ἡ, = sq., Pl.Ap.37a, Smp.183a.

German (Pape)

[Seite 250] ἡ, das Anflehen, Plat. Apol. 37 a; ἀντιβολήσεις ποιούμενοι ἐν ταῖς δεήσεσι Conv. 183 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιβόλησις: -εως, ἡ, = ἀντιβολία, Πλάτ. Ἀπολ. 37Α, Συμπ. 183Α.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
prière, supplication.
Étymologie: ἀντιβολέω.