ἀντιβολέω
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
impf.
A ἠντιβόλουν Ar.Eq.667 codd., Lys.1.25: fut. ἀντιβολήσω Od. (v. infr.), Lys.14.16: aor. in Hom., ἀντεβόλησα; with double augm., ἠντεβόλησα Ar.Fr.38:—meet, especially in battle, c. dat. pers., Il.16.847, al.: abs., 11.365, al.
2 rarely c. dat. rei, to be present at, φόνῳ ἀνδρῶν ἀντεβόλησας Od.11.416; τάφῳ ἀνδρῶν ἀ. 24.87; cf. ἀβολέω.
3 c. gen. rei, partake of, have one's share of, μάχης καυστείρης ἀντιβολῆσαι Il.4.342; οὐ γάρ τευ ἐπητύος ἀντιβολήσεις Od.21.306; σὺ δέ κεν τάφου ἀντιβολήσαις 4.547; γάμου ἀ. Hes. Op.784, cf. Pi.O.13.30; even πυκινοῦ νόου ἀ. Timo 59.1.
4 rarely of the thing, fall to one's lot, c. gen. pers., στυγερὸς γάμος ἀντιβολήσει.. ἐμέθεν Od.18.272.
5 c. acc. pers., meet as a suppliant, entreat, supplicate, freq. in Com., Ar.Nu.110, Pl.444: c. acc. et inf., Id.Eq. 667, Ach.147, D.21.188: abs., περὶ τῶν ἀντιβολούντων those who supplicate, Ar.V.559; freq. in parenthesis, εἴπ', ἀντιβολῶ, Id.Eq.109, cf. Pl.103 (freq. also ἀντιβολῶ σε Pl.Com.43.5, 173.3; also in Lys. 1.25,29, X.Ath.1.18):—Pass., to be supplicated, ἀντιβοληθείς Ar.V. 560.
II causal, cause to meet, τινά τινι IG14.2431 (Fréjus).
Spanish (DGE)
• Morfología: [impf. ἠντιβόλουν Lys.1.25; c. doble aum., aor., ἠντεβόλησε Ar.Fr.38, impf. ἠντεβόλει Ar.Eq.667, Ach.147, Lys.1.29]
I c. suj. y compl. de pers.
1 salir al encuentro, encontrar c. ac. o dat. σφωε ... θεὸς ἀντιβολήσας Il.10.546, μοι Ἑρμείας ... ἀντεβόλησε Od.10.277.
2 c. sent. hostil enfrentarse c. dat. μοι Il.16.847
•abs. atacar, Il.11.365.
3 suplicar c. ac., en uso parentético σε Ar.Nu.110, Pl.444, Ach.414, Pl.Com.43.5, 173.3
•c. ac. e inf. ἠντεβόλει γ' αὐτοὺς ... μεῖναι Ar.Eq.667, τὸν πατέρ' ἠντεβόλει βοηθεῖν Ar.Ach.147, ἕκαστον ... ψηφίσασθαι D.21.188, ὑμᾶς ... πεῖσαι D.48.57
•c. inf. εἰ ... ἀντιβολοίης σοι δοῦναι γραμματικὴν ἐπιστήμην Pl.Erx.398e, μὴ ἀποκτεῖναι Lys.1.25, παύσασθαι Luc.Alex.57, συνεξευρεῖν τὸν αἴτιον τοῦ θανάτου Plu.2.109c
•abs. περὶ τῶν ἀντιβολούντων Ar.V.559, εἴπ', ἀντιβολῶ Ar.Eq.109, ἀντιβολῆσαι ἀναγκάζεται ἐν τοῖς δικαστηρίοις X.Ath.1.18
•en v. pas. ἀντιβοληθείς tras ser objeto de súplica Ar.V.560.
II c. suj. de pers. y compl. de cosa
1 estar presente c. dat. φόνῳ ἀνδρῶν Od.11.416, τάφῳ ἀνδρῶν Od.24.87, πικρᾷ τύχῃ SB 8233.4.
2 tener, obtener, participar c. gen. μάχης Il.4.342, ἐπητύος Od.21.306, τάφου Od.4.547, γάμου Hes.Op.784, πυκινοῦ νόου Timo 59.
III suj. de cosa y compl. de pers. tocarle en suerte a c. gen. στυγερὸς γάμος ἀντιβολήσει ... ἐμέθεν Od.18.272.
IV c. suj. de pers. entregar c. ac. y dat. ὁ δὲ δαίμων νήπιον ἀντεβόλησ' ἐπταέτε[ι] κλίματι GVI 1796 (Fréjus).
French (Bailly abrégé)
ἀντιβολῶ :
impf. ἠντιβόλουν ou ἠντεβόλουν, ao. épq. ἀντεβόλησα;
1 rencontrer, prendre part à : μάχης IL à un combat ; τάφου OD obtenir une sépulture ; στυγερὸς γάμος ἀντιβολήσει ἐμέθεν OD un triste hymen sera mon lot;
2 assister à, τινι;
3 s'approcher comme suppliant ; supplier, acc..
Étymologie: ἀντιβολή.
German (Pape)
imperf. ἠντιβόλει Lys. 1.25,
1 in den Wurf kommen, begegnen, τινί, oft bei Hom., vom feindlichen Entgegenkommen in der Schlacht, εἴ πέρ μοι ἐείκοσιν ἀντεβόλησαν Il. 16.847; ohne Casus, Il. 16.790, 12.465; mit dem dat. der Sache, φόνῳ ἀνδρῶν, τάφῳ Od. 11.416, 24.87.
2 mit dem gen. der Sache, etwas erlangen, teilhaftig werden, μάχης, ἐπητύος, Il. 4.342, Od. 21.306; γάμου Hes. O. 782, und umgekehrt, ὅτε γάμος ἀντιβολήσει ἐμέθεν, wann die Heirat mir naht, Od. 18.272. Auch Pind., ἀέθλων Ol. 13.30; εἰλαπίνης Ap.Rh. 1.12.
3 bitten, anflehen, τινά, und ohne Casus, Ar. Nub. 110; oft in Prosa, Lys. 1.25, 14.16; Andoc. 1.51, und sonst, bes. Sp., wie Dion.Hal.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιβολέω: (impf. ἠντιβόλουν, aor. ἀντεβόλησα и ἠντεβόλησα)
1 встречаться, сходиться (в бою) (τινι Hom.);
2 присутствовать, быть свидетелем (φόνῳ, τάφῳ ἀνδρῶν Hom.);
3 принимать участие, быть причастным (μάχης Hom.);
4 находить, получать в удел: τάφου ἀντιβολῆσαι Hom., Arst. быть погребенным; γάμου ἀντιβολῆσαι Hes. вступить в брак; νόου ἀντιβολῆσαι Timon ap. Sext. быть одаренным разумом;
5 становиться уделом (στυγερὸς γάμος ἀντιβολεῖ τινος Hom.);
6 обращаться с просьбой, молить (τινα Lys., Arph., Xen., Plut.): ἀντιβοληθεὶς καὶ τὴν ὀργὴν ἀπομορχθείς Arph. смягчившись мольбами; εἴπ᾽, ἀντιβολῶ, τί ἔστι Arph. скажи, пожалуйста, в чем дело.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιβολέω: παρατ. ἠντιβόλουν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 667, Λυσίας 94. 11, κτλ.: μέλλ. ἀντιβολήσω Ὀδ., Λυσίας 141. 18: ἀόρ. παρ’ Ὁμ. ἀντεβόλησα (ἐναντίον τῆς Ὁμηρικῆς ἀναλογίας, ἀφ’ οὗ ἡ λέξις δὲν εἶναι σύνθετος, ἀλλὰ παράγωγος ἐκ τοῦ ἀντιβάλλω, Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λέξει ἀνήνοθεν 13)· μετὰ διπλῆς αὐξήσεως ἠντεβόλησα Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 101. Συναντῶ ἐκ τύχης ἰδίως ἐν μάχῃ, μετὰ δοτ. προσ. ἢ ἀπολ., συχνάκις παρ’ Ὁμήρῳ. 2) σπανίως μετὰ δοτ. πράγμ., εἶμαι παρὼν ἔν τινι, φόνῳ ἀνδρῶν ἀντεβόλησας Ὀδ. Λ. 416· τάφῳ ἀνδρῶν ἀντ. Ω 87: πρβλ. ἀβολέω. 3) μετὰ γεν. πράγματος, λαμβάνω μέρος εἴς τι, ἔχω τὸ μέρος μου ἔκ τινος, μάχης καυστείρης ἀντιβολῆσαι Ἰλ. Δ. 342· οὐ γὰρ τευ ἐπητύος ἀντιβολήσεις Ὀδ. Φ. 306· οὐ δέ κεν τάφου ἀντιβολήσαις Δ. 547· γάμου ἀντ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 782, πρβλ. Πινδ. Ο. 13. 43· προσέτι καὶ πυκινοῦ νόου ἀντ. Τίμων παρὰ Σεξτ. Ἐμπ. Π. 1. 224. 4) σπανίως ἐπὶ πράγματος, πίπτω εἰς τὸν κλῆρόν τινος, εἰς τὴν τύχην τινός· μετὰ γεν. προσ., στυγερὸς γάμος ἀντιβολήσει ... ἐμέθεν Ὀδ. Σ. 272. 5) μετ’ αἰτ. προσ., συναντῶ ὡς ἱκέτης, ἱκετεύω, παρακαλῶ, συχν. παρὰ Κωμ., Ἀριστοφ. Νεφ. 110. Πλοῦτ. 444· μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 667, Ἀχ. 147, Δημοσθ. 575. 18: - ἀπολ., περὶ τῶν ἀντιβολούντων, τῶν ἱκετευόντων, Ἀριστοφ. Σφ. 559· συχν. ἐν παρενθέσει, εἶπ’, ἀντιβολῶ, ὁ αὐτ. Ἱππ. 109, πρβλ. Πλοῦτον 103 (συχνάκις ὡσαύτως ἀντιβολῶ σε Πλάτ. Κωμ. ἐν «Εὐρώπῃ» 1, ἐν «Φάωνι» 1. 3· ὡσαύτως παρὰ Λυσ. 94. 11 καὶ 25, Ξεν. Ἀθ. 1. 18): - Παθ., ἱκετεύομαι, ἀντιβοληθεὶς Ἀριστοφ. Σφ. 560. ΙΙ. ποιῶ τινα ἀντιβολεῖν, τινά τινι Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 579.
English (Autenrieth)
(βάλλω), fut. ἀντιβολήσω, aor. ἀντεβόλησε (ἀντιβ.): come in the way of, encounter, take part in (cf. ἀντιάω); μάχης, τάφου, etc.; subject a thing, γάμος ἀντιβολήσει ἐμέθεν, Od. 18.272; w. dat., of persons, Od. 7.19, Od. 10.277, Il. 16.847; seldom of things, φόνῳ, Od. 11.416; τάφῳ, Od. 24.87.
English (Slater)
ἀντῐβολέω partake of, attain c. gen. ἀντεβόλησεν τῶν ἀνὴρ θνατὸς οὔπω τις πρότερον (O. 13.30)
Greek Monotonic
ἀντιβολέω: παρατ. ἠντιβόλουν, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἀντεβόλησα, με διπλή αύξ. ἠντεβόλησα· (ἀντι-βάλλω)·
1. συναντώ κατά τύχη, ιδίως στη μάχη, με δοτ. προσ. ή απόλ., σε Όμηρ.
2. με δοτ. πράγμ., είμαι παρών σε, φόνῳ ἀνδρῶν, τάφῳ ἀνδρῶν, σε Ομήρ. Οδ.
3. με γεν. πράγμ., συμμετέχω, έχω δικό μου μερίδιο σε, μάχης, σε Ομήρ. Ιλ.· τάφου, σε Ομήρ. Οδ.
4. πέφτω στον κλήρο κάποιου, με γεν. προσ., γάμος ἀντιβολήσει ἐμέθεν, στο ίδ.
5. με αιτ. προσ., συναντώ ως ικέτης, ικετεύω, παρακαλώ, σε Αριστοφ.· με αιτ. και απαρ., στον ίδ.· απόλ. ικετεύω, εκλιπαρώ, στον ίδ.
Middle Liddell
ἀντιβάλλω
1. to meet by chance, especially in battle, c. dat. pers. or absol., Hom.
2. c. dat. rei, to be present at, φόνωι ἀνδρῶν, τάφωι ἀνδρῶν Od.
3. c. gen. rei, to partake of, have one's share of, μάχης Il.; τάφου Od.
4. to fall to one's lot, c. gen. pers., γάμος ἀντιβολήσει ἐμέθεν Od.
5. c. acc. pers. to meet as a suppliant, entreat, supplicate, Ar.; c. acc. et inf., Ar.:—absol. to supplicate, entreat, Ar.
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=συναντῶ ἱκετεύω). Παρασύνθετο ἀπό τό ἀντιβολή τοῦ ἀντιβάλλω (=ρίχνω ἐναντίον). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀντιβόλησις, ἀντιβολία (=δέηση).
Translations
supplicate
Aramaic: כפש; Armenian: աղաչել, աղերսել, հայցել; Old Armenian: աղերսեմ, հայցեմ; Assamese Central: খাটা; Eastern: খটা; Catalan: suplicar; Chinese Mandarin: 哀告, 丐乞, 懇求, 恳求, 蘄求, 蕲求, 祈求, 求告; Esperanto: petegi; Finnish: anoa, pyytää; French: supplier; German: anflehen, ersuchen; Gothic: 𐌰𐌹𐌷𐍄𐍂𐍉𐌽; Greek: ικετεύω; Ancient Greek: ἀντιβολέω, ἱκετεύω, ἱκετεύω; Hungarian: kér, könyörög; Italian: supplicare; Japanese: 哀願する; Ladino: arogar; Latin: supplico, obsecro, precor, prehenso; Mongolian Cyrillic: гуйх; Mongolian: ᠭᠤᠶᠤᠬᠤ; Occitan: suplicar, sosplegar; Portuguese: suplicar, deprecar, implorar; Romanian: suplica; Spanish: suplicar, deprecar; Turkish: rica etmek, yalvarmak; Volapük: begön
beseech
Arabic: تَوَسَّلَ, اِلْتَمَسَ; Armenian: աղերսել; Bulgarian: умолявам, прося; Catalan: pregar; Chinese Mandarin: 哀求, 懇求, 恳求; Czech: doprošovat se, zapřísahat, prosit; Danish: bønfalde; Dutch: bezweren, bidden, smeken; Finnish: rukoilla, anoa; French: prier, implorer, supplier; Galician: rogar; German: anflehen, ersuchen, bitten; Greek: ικετεύω; Ancient Greek: ἱκετεύω, ἱκετέω, παρακαλέω; Irish: achair; Italian: supplicare, implorare; Latin: peto, deprecor; Malayalam: യാചിക്കുക; Nahuatl: eitloa; Norwegian Bokmål: bønnfalle, trygle, be; Plautdietsch: prachren; Polish: błagać; Portuguese: rogar, implorar; Romanian: implora; Russian: умолять; Serbo-Croatian: preklinjati; Slovak: doprosovať sa; Spanish: rogar, implorar, suplicar; Swahili: kuomba, kusihi; Swedish: bönfalla; Volapük: bekön