A join in illuminating, Plu.2.806a.
συνεκφωτίζω: ἐκφωτίζω ὁμοῦ ἢ ὁμοίως, Πλούτ. 2. 806Α.
éclairer en même temps.Étymologie: σύν, ἐκφωτίζω.