συνεκφωτίζω

English (LSJ)

join in illuminating, Plu.2.806a.

French (Bailly abrégé)

éclairer en même temps.
Étymologie: σύν, ἐκφωτίζω.

German (Pape)

mit aushellen, ganz erleuchten, Plut. reip. ger. praec. 11.

Russian (Dvoretsky)

συνεκφωτίζω: вместе или друг друга освещать, взаимно озаряться Plut.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκφωτίζω: ἐκφωτίζω ὁμοῦ ἢ ὁμοίως, Πλούτ. 2. 806Α.

Greek Monolingual

Α
δίνω πρόσθετο φως, φωτίζω πλήρως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκφωτίζω «φωτίζω πλήρως, καταλάμπω»].