ἀπαλλαγή

Revision as of 19:43, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ἡ, (ἀπαλλάσσω)

   A deliverance, release, relief from a thing, πόνων, πημάτων, ξυμφορᾶς, A.Ag.1,20,Pr.754, S.Ant.1338, etc.: in pl., A.Pr.318, E.Heracl.811; ἀ. πραγμάτων Antipho6.35; ἀ. τοῦ πολέμου putting an end to the war, Th.7.2; οὐκ ἦν τοῦ πολέμου πέρας οὐδ' ἀ. D.18.145; of contracts, release, discharge, ἀ. συμβολαίων Id.33.3; generally, relief from, τινός Arist.HA582b12.    2 abs., divorce, in pl., E.Med.236, 1375: sg., PRyl.154.29 (i A.D.), etc.    II removal, Pl.Lg.736a.    III (from Pass.) going away, means of getting away or escape, Hdt.1.12, 7.207, al.; τέλος τῆς ἀ. the final departure, Id.2.139; ἡ ἀ. ἐγένετο ἀλλήλων separation of combatants, Th.1.51; ἐκ τῆς Αἰγύπτου τὴν ἀ. ποιήσασθαι D.S.15.43.    2 τοῦ βίου departure from life, Hp.Epid.7.89, X.Cyr.5.1.13; ψυχῆς ἀπὸ σώματος Pl.Phd.64c: hence . alone, death, Thphr.HP9.8.3, etc.    3 avoidance, τῆς μίξεως Sor.1.31.

German (Pape)

[Seite 276] ἡ, 1) Befreiung, Errettung, πημάτων, πόνων, von Leid, Aesch. Prom. 316 Ag. 20; δυστυχούντων Sept. 334; πεπρωμένης οὐκ ἔστι θνητοῖς Soph. Ant. 1319; in Prosa, θάνατος τοῦ παντὸς ἀπ. Plat. Phaed. 107 c. – 2) Entlassung, Ehescheidung, Plut. – 3) Befriedigung eines Gläubigers, Entlassung aus dem Contract, καὶ ἄφεσις Dem. 33, 3. – 4) das Weggehen, der Rückzug, Her. 7, 207; Trennung, ἡ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώματος Plat. Phaed. 64 c; τοῦ βίου, das Sterben, Xen. Cyr. 5, 1, 13; ohne diesen Zusatz = der Tod, D. L. 4, 64.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαλλᾰγή: ἡ, (ἀπαλλάσω) ἀπελευθέρωσις, «γλυτωμὸς» ἀπό τινος πόνων, πημάτων, ξυμφορᾶς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1. 20, Πρ. 754, Σοφ. Ἀντ. 1338, κτλ.· οὕτω κατὰ πληθ. Αἰσχύλ. Πρ. 316, Εὐρ. Ἡρακλ. 811· ἀπ. πραγμάτων Ἀντιφῶν 145. 30· ἀπ. τοῦ πολέμου Θουκ. 7. 2· τοῦ πολέμου οὐκ ἦν πέρας οὐδ᾿ ἀπ. Δημ. 275. 29· ἐπὶ ὑποθέσεων, ἀπ. συμβολαίων ὁ αὐτ. 893. 13· ἐν γένει διακοπή, τινος Ἀριστ. Ἱστ. 7. 2, 3. 2) ἀπολ. διαζύγιον, Εὐρ. Μήδ. 236. 1375. ΙΙ. μετατόπισις, ἀπαλλαγὴν ὄνομα ἀποικίαν τιθέμενος Πλάτ. Νόμ. 736Α. ΙΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) τὸ ἀπέρχεσθαι, μέσον πρὸς ἀναχώρησιν, διαφυγή, ὑποχώρησις. Ἡρόδ. 1. 12, 7, κ. ἀλλ.· τέλος τῆς ἀπαλλαγῆς, ἡ τελευταία ἀναχώρησις, ὁ αὐτ. 2. 139· ἡ ἀπ. ἐγένετο ἀλλήλων, χωρισμὸς τῶν διαμαχομένων, Θουκ. 1. 51. 2) ἀπ. τοῦ βίου, ἡ ἀπὸ τῆς ζωῆς ἀποδημία Ἱππ. 1234Α, Ξεν. Κύρ. 5. 1, 13· ψυχῆς ἀπὸ σώματος Πλάτ. Φαίδων 64C. Ἐντεῦθεν, ἀπαλλαγή, θάνατος, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 8, 3, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 séparation ; ἀπαλλαγή τοῦ βίου XÉN séparation d’avec la vie, mort ; particul. retraite des combattants qui se séparent les uns des autres ; divorce;
2 moyen d’échapper, délivrance.
Étymologie: ἀπαλλάττω.