ον,
A v.l. for ἄωρος, ἄ. ἀποθανών Id.2.79, cf. Leg.Gort.7.29.
[Seite 268] = ἄωρος, unzeitig, zu früh, Her. 2, 79.
ἄνωρος: -ον, = ἄωρος, ἄνωρος ἀποθανὼν Ἡρόδ. 2. 79.
ος, ον :qui est ou se fait avant l’âge.Étymologie: ἀ, ὥρα.