καταθήκη
English (LSJ)
ἡ,
A deposit, prob. f.l. for παρακαταθ- in Lys.Fr.70 tit., Isoc.17.27.
German (Pape)
[Seite 1349] ἡ, das Niedergelegte, Depositum, Isocr. 17, 27. S. παρακαταθήκη.
Greek (Liddell-Scott)
καταθήκη: ἡ, παρακαταθήκη, ἐνέχυρον, Νικίας παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 748, Ἰσοκρ. 364Β, Λυσ. 900. 1 (μετὰ διαφ. γραφ. παρακαταθήκη).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
objet déposé, dépôt.
Étymologie: κατατίθημι.