καταθήκη

Revision as of 19:43, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ἡ,

   A deposit, prob. f.l. for παρακαταθ- in Lys.Fr.70 tit., Isoc.17.27.

German (Pape)

[Seite 1349] ἡ, das Niedergelegte, Depositum, Isocr. 17, 27. S. παρακαταθήκη.

Greek (Liddell-Scott)

καταθήκη: ἡ, παρακαταθήκη, ἐνέχυρον, Νικίας παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 748, Ἰσοκρ. 364Β, Λυσ. 900. 1 (μετὰ διαφ. γραφ. παρακαταθήκη).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
objet déposé, dépôt.
Étymologie: κατατίθημι.