γανάεις
Greek (Liddell-Scott)
γανάεις: εσσα, εν, χαίρων · πρβλ. γανάω ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
άεσσα, άεν ; seul. plur. γανάεντες;
qui fait resplendir, qui glorifie.
Étymologie: γάνος¹.
γανάεις: εσσα, εν, χαίρων · πρβλ. γανάω ΙΙ.
άεσσα, άεν ; seul. plur. γανάεντες;
qui fait resplendir, qui glorifie.
Étymologie: γάνος¹.