γάνος
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
English (LSJ)
(A) [ᾰ], -εος, τό, (γαίω, cf. γάνυμαι)
A brightness, sheen, Sapph.127 (?), Supp.9.2.
2 gladness, joy, pride, λάφυρα… ἀρχαῖον γάνος A.Ag.579.
3 of water and wine, from their quickening and refreshing qualities, χαίρουσαν οὐδὲν ἧσσον ἢ διοσδότῳ γάνει σπορητός (Pors. for Διὸς νότῳ γᾶν ει), i.e. rain, ib.1392; κρηναῖον γάνος Id.Pers. 483; γάνος ἀμπέλου, γάνος βότρυος, ib.615, E.Ba.261,383 (lyr.); also of honey, γάνος μελίσσης Id.IT634: abs., water, Lyc.1365; Ἀσωποῦ γάνος E.Supp.1150 (lyr.).
4 of a divine being, παγκρατὲς γάνους Hymn.Curet.3.
(B)· παράδεισος (Cypr.), EM223.48, cf. γάνεα; dub. in Ber. Sächs.Gesellsch.1908.5 (Cypr.), IG12(2).58.17 (Mytilene). (Hebr. gan 'garden'.)
Spanish (DGE)
-εος, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
I 1resplandor, brillo Sapph.20.2, Hsch., Sch.Ar.Pl.166, EM 221.15G.
2 fig. orgullo, motivo de alegría, alegría ἀρχαῖον γάνος de la victoria argiva en Troya, A.A.579, στάζει ἐνὶ κραδίῃ γλυκερὸν γ. Opp.H.1.275, cf. Aristid.Or.18.4, ἐμὸν γ. Aristaenet.2.21.24.
II de líquidos, esp. de agua y vino frescor, limpidez, transparencia κρηναῖον γ. A.Pers.483, Lyc.247, διόσδοτον γ. lluvia A.A.1392, ἀμπέλου γ. vino A.Pers.615, cf. Ar.Ra.1320, βότρυος ... γ. E.Ba.261, Διονύσου γ. E.Cyc.415, Βάκχε γάνος AP 6.158, γ. τόδε ... ἐπὶ τέρψιν πάντας ἄγει Philox.Leuc.(c) 3, cf. IG 22.3783.5 (II a.C.), de la miel γάνος ... μελίσσης E.IT 634
•de ahí por meton. agua ref. ríos Ἀσωποῦ με δέξεται γ. E.Supp.1149, καθαρὸν γάνος Ἠριδάνοιο Call.Fr.458, Βηφύρου γάνος Lyc.274, cf. 946, 1365.
• Etimología: v. γάνυμαι.
-εος, τό
parque, jardín amplio παγκρατὲς γάνους epít. de Zeus Hymn.Curet.23 en Bull.Epigr.1973.365, cf. Hsch., EM 223.48G., dud. quizá IG 12(2).58a.17 (Mitilene I a.C.), IChS 309.12.
• Etimología: Prést. sem. rel. nabateo gnh, ugarít. gn, hebr. gan., cf. tb. γανναθ.
German (Pape)
[Seite 473] τό, Glanz, Zierde, λάφυρα – ἀρχαῖον γ. Aesch. Ag. 565; Erquickung, erquickender Trunk, κρηναῖον Pers. 475; ἀμπέλου 607; βότρυος Eur. Bacch. 261; Διονύσου Cycl. 414; ἀνθεμόῤῥυτον μελίσσης I. A. 633. Bei Lycophr. geradezu Wasser, 709. 1365. ὁ, = ὕαινα, Arist. H. A. 8, 5, v.l. γλάνος.
French (Bailly abrégé)
1ion. -εος, att. -ους (τό) :
éclat d'un liquide limpide et brillant ; aspect riant ou joyeux;
fig. joie, orgueil.
Étymologie: γαίω, cf. γάνυμαι.
2ου (ὁ) :
hyène, animal.
Étymologie: cf. ὕαινα.
3ου (ὁ) :
= οἶνος.
Étymologie: γάνος¹ ?
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γάνος -εος, contr. -ους, τό [~ γάνυμαι poët. (frisse) schittering, heldere glans, spec. concr. van vloeistoffen:; κρηναῖον γάνος de frisse schittering van bronwater Aeschl. Pers. 483; διοσδότῳ γάνει σπορητός (sc. χαίρει) het gewas is blij met het door Zeus gegeven fris schitterende vocht (d.w.z. regen) Aeschl. Ag. 1392; παλαιᾶς ἀμπέλου γάνος τόδε de verfrissende sprankeling van een oude wijnstok (d.w.z. wijn) Aeschl. Pers. 615; concr. voor wijgeschenken:. λάφυρα... ἀρχαῖον γάνος oorlogsbuit, een schitterend geschenk zoals vanouds Aeschl. Ag. 579.
Russian (Dvoretsky)
γάνος: II ὁ Arst. v.l. = γλάνος.
εος (ᾰ) τό
1 блеск, слава, краса (ἀρχάῖον γ. Aesch.);
2 сок, живительная влага (κρηναῖον Aesch.; βότρυος Eur., Anth.): Διονύσου γ. Eur. = οἶνος; μελίσσης γ. Eur. = μέλι.
Frisk Etymological English
1. See also: s. γάνυμαι
2.
Grammatical information: m.
Meaning: παράδεισος (Cyprian acc. to EM); γάνεα κήπους H.; perhaps also inscr. (Masson, ICS, 309, 12 Cyprus; IG XII 2, 58 Mytilene).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Sem.
Etymology: From Semitic, Hebr. gan garden, E. Masson, Emprunts 74.
3. See also: s. γλάνος
Middle Liddell
brightness, sheen: gladness, joy, pride, Aesch.; of water διόσδοτον γάνος, of refreshing rain, Aesch.; γ. ἀμπέλον of wine, Aesch.
Greek Monolingual
(I)
το (Α γάνος)
λάμψη, ακτινοβολία
αρχ.
1. χαρά, ευχαρίστηση, καύχημα
2. νερό, κρασί ή μέλι καθαρό, με λαμπερό χρώμα («Ἀσωποῦ γάνος», «γάνος... μελίσσης», Ευρ.
«παλαιᾱς ἀμπέλου γάνος», Αισχ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό όνομα του γάνυμαι, κατά το ουδ. σε. –νος (πρβλ. γλήνος, έθνος, σμήνος κ.ά.)].
(II)
το γανιάζω (II)
1. η σκουριά στα χαλκώματα
2. το λευκό επίχρισμα της γλώσσας, η γάνα.
Greek Monotonic
γάνος: [ᾰ], -εος, τό, στιλπνότητα, λαμπρότητα, φωτεινότητα· χαρά, ευθυμία, φαιδρότητα, υπερηφάνεια, υψηλοφροσύνη, σε Αισχύλ.· λέγεται για το νερό, διόσδοτον γάνος, καθώς και για την αναζωογονητική βροχή, στον ίδ.· γάνος ἀμπέλου, λέγεται για το κρασί, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
γάνος: ὁ, ἴδε ἐν λ. γλάνος.
Frisk Etymology German
γάνος: 1.
{gános}
Grammar: n.
Meaning: Erheiterung, Glanz, Erquickung (poet. seit Sapph., A.).
Derivative: Davon als Erweiterung γάνωμα = γάνος (Ph., Plu. usw., vgl. Chantraine Formation 186f.), ferner γανώδης (Thphr.) und das Denominativum γανόομαι (spät -όω) ‘heiter, glänzend werden (erheitern, polieren usw.)’ (Anakr., Ar., Pl. usw.) mit γάνωσις das Polieren (Plu. u. a.), γανωτής (Gloss.). — Denominativ γανεῖν· λευκαίνειν (H., EM).
Etymology: Verbalnomen zum Präsens γάνυμαι (s. d.) nach den Nomina auf -νος (wie γλῆνος u. a.; vgl. auch Schwyzer 512 Mom. 3). S. auch διηγανές.
Page 1,289
2.
{gános}
Meaning: παράδεισος (nach EM kyprisch), γάνεα· κήπους H., vielleicht auch inschriftlich belegt (Kypern, Mytilene).
Etymology: Aus hebr. gan Garten, vgl. Lewy Fremdw. 114.
Page 1,289