δωροφορικός

Revision as of 19:43, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

ή, όν, = sq., Pl.Sph.222d.    II given as a present, στολή Ael.VH1.22.

German (Pape)

[Seite 696] ή, όν, Geschenke bringend; Plat. Soph. 222 d; στολή, als Geschenk dargebracht, Ael. V. H. 1, 22.

Greek (Liddell-Scott)

δωροφορικός: -ή, -όν, δῶρα φέρων, Πλάτ. Σοφ. 222D. 2) ὡς δῶρον προσφερόμενος, στολὴ Αἰλιαν. Π. Ἱ. 122· ἐσθὴς «ἣν βασιλεὺς Περσῶν δωρεῖται» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
offert en présent.
Étymologie: δωροφορέω.