δωροφορικός

English (LSJ)

δωροφορική, δωροφορικόν, = δωροφόρος (bringing presents, tributary), Pl.Sph.222d.
II given as a present, στολή Ael.VH1.22.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que ofrece regalos o consigue algo mediante regalos op. ‘que se obtiene previo pago’, Pl.Sph.222d, cf. Sud.s.u. θυσία.
2 de donación, regalado del vestido medo que se daba como regalo a los embajadores de Grecia u otras zonas ὄνομα δὲ τῇ στολῇ δωροφορική Ael.VH 1.22, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 696] ή, όν, Geschenke bringend; Plat. Soph. 222 d; στολή, als Geschenk dargebracht, Ael. V. H. 1, 22.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
offert en présent.
Étymologie: δωροφορέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δωροφορικός -ή -όν [δωροφόρος] geschenken brengend.

Russian (Dvoretsky)

δωροφορικός: приносящий дары, дарящий Plat.

Greek (Liddell-Scott)

δωροφορικός: -ή, -όν, δῶρα φέρων, Πλάτ. Σοφ. 222D. 2) ὡς δῶρον προσφερόμενος, στολὴ Αἰλιαν. Π. Ἱ. 122· ἐσθὴς «ἣν βασιλεὺς Περσῶν δωρεῖται» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

δωροφορικός, -ή, -όν (AM)
1. αυτός που προσφέρει δώρα
2. αυτός που προσφέρεται ως δώρο.