θοινατικός
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for a feast, X.Oec.9.7 (v.l. -ητικός).
German (Pape)
[Seite 1213] zum Schmause gehörig, ὄργανα Xen. Oec. 9, 7.
Greek (Liddell-Scott)
θοινατικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμπόσιον, Ξεν. Οἰκ. 9. 7.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne les festins, de festin.
Étymologie: θοίνη.