συμπόσιον
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
English (LSJ)
τό,
A drinking party, symposium, Thgn. 298,496, Phoc.11, Alc.Supp.23.3, Pi.N.9.48, al., Hdt.2.78, X.Cyr.8.8.10, etc.; σ. κατασκευάσαι, φίλοις παρασχεῖν, συνάγειν, Pl.R. 363c, Plu.2.198b, Ath.5.186c, etc.; παιδαγωγεῖν Pl.Lg.641b.—Pl., X., and Plu. wrote dialogues under this name.
II the party itself, the guests, LXX 3 Ma.5.36, Plu.2.157d, 704d; ἀνακλιθῆναι.. συμπόσια συμπόσια in groups, Ev.Marc.6.39.
III the room in which such parties were given, τοῦ σ. στέγη Callix.2, cf. BGU1793.11 (i B.C.); σαίρειν τὸ σ. Luc.D Deor.24.1, etc.
German (Pape)
[Seite 989] τό, das Mit- od. Zusammentrinken, Trinkgelage, Schmaus; Theogn.; Pind. N. 9, 48 Ol. 7, 5 I. 5, 1; Ar. Vesp. 1005 Pax 754; Plat. Prot. 347 c u. öfter, u. Folgde. – Auch Speisezimmer, Speisesaal, Luc. de merc. cond. 27.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 banquet, festin;
2 collect. les convives;
3 salle de festin.
Étymologie: συμπίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμπόσιον -ου, τό [συμπίνω] drinkpartij, banket, symposium. uitbr. groep van gasten (voor het eten en drinken):. ἀνακλῖναι πάντας συμπόσια om alle mensen (die voor het maal gekomen waren) in groepen te laten gaan zitten NT Marc. 6.39. eetzaal. Luc. 79.4.1.
Russian (Dvoretsky)
συμπόσιον: τό
1 попойка, пиршество, пир, Pind., Her., Xen., Plat. etc.;
2 собир. участники пирушки, пирующие Plut.;
3 пиршественный зал, столовая Luc.;
4 группа сотрапезников: ἀνακλιθῆναι συμπόσια συμπόσια NT усесться по группам.
English (Slater)
συμπόσιον drinking party, drinking companions συμποσίου τε χάριν κᾶδός τε τιμάσαις ἑόν (O. 7.5) ἡσυχία δὲ φιλεῖ μὲν συμπόσιον (N. 9.48) θάλλοντος ἀνδρῶν ὡς ὅτε συμποσίου δεύτερον κρατῆρα Μοισαίων μελέων κίρναμεν (I. 6.1)
English (Strong)
neuter of a derivative of the alternate of συμπίνω; a drinking-party ("symposium"), i.e. (by extension) a room of guests: company.
English (Thayer)
συμποσίου, τό (συμπίνω), a drinking-party, entertainment (Latin convivium); by metonymy, the party itself, the guests (Plutarch, mor., p. 157a.; 704d.); plural rows of guests: συμπόσια συμπόσια, Hebraistically for κατά συμπόσια, in parties, by companies (Buttmann, 30 (27); § 129a. 3; Winer's Grammar, 229 (214); 464 (432)); see πρασιά), Mark 6:39.
Greek Monotonic
συμπόσιον: τό (συμπίνω),·
I. ομαδική διασκέδαση, φαγοπότι, συμπόσιο, ευτυχία, σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.
II. αίθουσα στην οποία γίνονταν συμπόσια, αίθουσα συμποσίου, σε Λουκ.
Greek Monolingual
το / συμπόσιον ΝΜΑ συμπότης
1. συνεστίαση με ποτό πολλών μαζί ατόμων, κοινό τραπέζι (α. «χρὴ δ'ἐν συμποσίῳ κυλίκων περινισσομενάων ἡδέα κωτίλλοντα καθήμενον οἰνοποτάζειν», Φωκυλ
β. «τὴν πρὸς ἀλλήλους ἕνωσιν ἐν κελλίοις καὶ τὰ συμπόσια ἀποτρέπω», Μιχ. Αττ.)
2. (αρχ. φιλολ.) ως κύριο όν. Συμπόσιον
διάλογος του Πλάτωνος της πρώτης περιόδου της συγγραφικής δραστηριότητας του φιλοσόφου, όπου το άμεσο αντικείμενο είναι η ανεύρεση της υψηλότερης έκφανσης του έρωτα που κυβερνά τον κόσμο στη μυστική θέαση της ένωσης με το αιώνιο και υπερκόσμιο κάλλος
νεοελλ.
άτυπη συνάντηση εκπροσώπων και ειδικών ενός επιστημονικού ή καλλιτεχνικού τομέα αφιερωμένη σε ένα ειδικό θέμα (α. «επιστημονικό συμπόσιο» β. «συμπόσιο ποίησης»)
αρχ.
1. ο όμιλος τών συμποτών, αυτοί που μετέχουν στο συμπόσιο
2. το τραπέζι ή το δωμάτιο του συμποσίου.
Greek (Liddell-Scott)
συμπόσιον: τό, (συμπίνω) ὡς καὶ νῦν, συμπόσιον, εὐωχία, συνδιασκέδασις, «φαγοπότι», Θέογν. 298, 496, Φωκυλ. 11, Ἡρόδ. 2. 78, Πίνδ., κλπ.· σ. κατασκευάζειν, παρασχεῖν τινι, συνάγειν Πλάτ. Πολ. 363C, Πλούτ., κλπ.· ― κυρίως ἐγίνετο μετὰ τὸ δεῖπνον, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 1142· πρβλ. συμποτικός. Περὶ τῶν Ἀθηναϊκῶν συμποσίων, ἴδε Λεξ. τῶν Ἀρχαιοτ. ― Ὁ Πλάτ., ὁ Ξεν. καὶ ὁ Πλούτ. ἔγραψαν διαλόγους φέροντας τὸ ὄνομα τοῦτο. ΙΙ. οἱ ἀποτελοῦντες τὸ συμπόσιον, οἱ συμπόται, Πλούτ. 2. 157D, 704D. ΙΙΙ. ἡ αἴθουσα ἐν ᾗ τὰ συμπόσια ἐγίνοντο, τοῦ σ. στέγη Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 196Β· σαίρειν τὸ συμπόσιον Λουκ. Θεῶν Διάλ. 24, 1, κτλ.· ― ἐν Ξενοφ. Κύρ. 8. 8, 10, ἡ σημασία εἶναι ἀμφίβ.
Middle Liddell
συμπόσιον, ου, τό, συμπίνω
I. a drinking-party, symposium, Theogn., Hdt., etc.
II. the room in which such parties were given, drinking-room, Luc.
Chinese
原文音譯:sumpÒsion 沁-坡西按
詞類次數:名詞(2)
原文字根:共問-飲 相當於: (מִשְׁתֶּה)
字義溯源:酒會,一群人,一幫,聚合;源自(συμπίνω)=同喝),由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(πίνω)*=喝)組成
出現次數:總共(2);可(2)
譯字彙編:
1) 一幫的(1) 可6:39;
2) 一幫(1) 可6:39
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό συμπίνω → σύν + πίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
symposium
Albanian: simpozium; Arabic: سِمْبُوزِيُوم, نَدْوَة; Armenian: սիմպոզիում; Azerbaijani: simpozium; Belarusian: сімпозіум; Bulgarian: симпозиум; Burmese: နှီးနှောဖလှယ်ပွဲ; Catalan: simpòsium, simposi; Chinese Mandarin: 討論會/讨论会, 座談會/座谈会, 研討會/研讨会; Czech: sympozium; Danish: symposium; Dutch: symposium; Esperanto: simpozio; Estonian: sümpoosion; Finnish: symposiumi, symposium, esitelmäkokous; French: symposium; Georgian: სიმპოზიუმი; German: Fachtagung, Symposium, Symposion; Greek: συμπόσιο; Hindi: संगोष्ठी, गोष्ठी; Hungarian: szimpózium; Italian: simposio, convegno; Japanese: シンポジウム; Kazakh: симпозиум; Korean: 심포지엄; Kyrgyz: симпозиум; Latvian: simpozijs; Lithuanian: simpoziumas; Macedonian: симпозиум; Norwegian Bokmål: symposium; Persian: سمپوزیوم; Polish: sympozjum; Portuguese: simpósio; Romanian: simpozion; Russian: симпозиум; Serbo-Croatian Cyrillic: симпозијум, сѝмпо̄зӣј; Roman: simpozijum, sìmpōzīj; Slovak: sympózium; Slovene: simpozij; Spanish: simposio; Swedish: symposium; Tagalog: sampaksaan; Tajik: симпозиум; Turkish: bilgi şöleni, sempozyum; Ukrainian: симпозіум; Uzbek: simpozium; Vietnamese: hội nghị chuyên đề; Volapük: spikädem; Welsh: trafodaeth