θεατέος

Revision as of 19:43, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Greek (Liddell-Scott)

θεᾱτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ θεάομαι, ὃν πρέπει τις νὰ ἴδῃ, Πλάτ. Φαίδωνι 66D. ΙΙ. θεατέον, πρέπει νὰ ἴδῃ τις, ὁ αὐτ. Πολ. 390D.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de θεάομαι.