θεατέος

From LSJ

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de θεάομαι.

Greek (Liddell-Scott)

θεᾱτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ θεάομαι, ὃν πρέπει τις νὰ ἴδῃ, Πλάτ. Φαίδωνι 66D. ΙΙ. θεατέον, πρέπει νὰ ἴδῃ τις, ὁ αὐτ. Πολ. 390D.

Greek Monotonic

θεᾱτέος: -α, -ον,
I. ρημ. επίθ. του θεάομαι, αυτός που βλέπεται, σε Πλάτ.
II. θεατέον, αυτό που πρέπει να θεαθεί, στον ίδ.

Middle Liddell

θεᾱτέος, η, ον verb. adj. of θεάομαι,]
I. to be seen, Plat.
II. θεατέον, one must see, Plat.