ἀτυράννευτος

Revision as of 19:44, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ον,

   A not ruled by tyrants, free from tyrants, Th.1.18, D.C.37.22, Chor.p.208B.:—also ἀτύραννος, ον, Phryn.PSp.30B.

German (Pape)

[Seite 390] nicht von Tyrannen beherrscht, Thuc. 1, 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτῠράννευτος: -ον, ὁ μὴ ὑπὸ τυράννων κυβερνώμενος, Θουκ. 1. 18. ― Ἐπίρρ. -τως Κύριλλ. Ἀλ. κ. Ἰουλ. 3. σ. 93: ― ὥσαύτως ἀτυράννητος, ον, Κλήμ. Ἀλ. Ι. 1381Α: ― ἀ-τύραννος, όν, Α. Β. 19. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non gouverné par des tyrans.
Étymologie: ἀ, τυραννεύω.