A v. πρών.
[Seite 699] ὁ, = πρηών, Crinag. 7 (VI, 253), σκολιοῦ τοῦδε κατὰ πρεόνος.
πρεών: -όνος, ὁ, = πρών, τοῦδε, κατὰ πρεόνος Ἀνθ. Π. 6. 253.
όνος (ὁ) :c. πρηών.Étymologie: épq. c. πρών.