πρεών
From LSJ
ταράσσει τοὺς ἀνθρώπους οὐ τὰ πράγματα, ἀλλὰ τὰ περὶ τῶν πραγμάτων δόγματα → what disturbs people is not what happens, but their view of what happens | it is not the things themselves that disturb men, but their judgements about these things
English (LSJ)
v. πρών.
German (Pape)
[Seite 699] ὁ, = πρηών, Crinag. 7 (VI, 253), σκολιοῦ τοῦδε κατὰ πρεόνος.
French (Bailly abrégé)
όνος (ὁ) :
c. πρηών.
Étymologie: épq. c. πρών.
Russian (Dvoretsky)
πρεών: όνος ὁ Anth. = πρηών.
Greek (Liddell-Scott)
πρεών: -όνος, ὁ, = πρών, τοῦδε, κατὰ πρεόνος Ἀνθ. Π. 6. 253.
Greek Monolingual
-όνος, ό, Α
(ποιητ. τ.) βλ. πρών.
Greek Monotonic
πρεών: -όνος, ὁ, ποιητ. αντί πρών, σε Ανθ.