ον,
A with fine vines, E.Fr.530.3, Str.3.3.1, al.: epith. of Dionysus, AP9.524.6.
εὐάμπελος: -ον, ἔχων ὡραίας ἀμπέλους, Στράβ. 152, 247, 269: - ἐπίθ. τοῦ Διονύσου, Ἀνθ. Π. 9. 524.
ος, ον :aux belles vignes.Étymologie: εὖ, ἄμπελος.