ἀπολογισμός
English (LSJ)
ὁ,
A giving account, statement of reasons, etc., v.l. in Aeschin.3.247, Plb.10.11.5. 2 account kept, record, ἀναλωμάτων Luc.Dem.Enc.33; ἀπολογισμὸν ποιήσασθαι Klio18.276 (Delph., ii B. C.), cf. Plu.Per.23, POxy.297.5 (i A. D.): in pl., Plu.2.822e. 3 narration, Plb.10.21.8. 4 = ἀπολογία, Zeno Stoic.1.55; τοῦ βίου, τῶν πράξεων, Plu.2.726b, Sull.34.
German (Pape)
[Seite 313] ὁ, das Rechnungführen, Rechnungablegen, Sp.; Rechnung, Luc. Dem. enc. 33; Rechtfertigung, Aesch. 3, 247; Cic. Att. 16, 7. Bei Pol. Darlegung, Auseinandersetzung, ὁ κεφαλαιώδης τῶν πράξεων ἀπ. 10, 24; ποιεῖσθαι περί τινος 3, 11. 4, 85; ἀπολογισμοὺς φέρειν περί τινος, Gründe anführen, 9, 25. 10, 24 u. oft, wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολογισμός: ὁ, τὸ ἀπολογίζεσθαι, τὸ διδόναι λόγον, Αἰσχίν. 89. 8, Πολύβ. 10. 11, 5. 2) λογαριασμός, σημείωσις λογαριασμοῦ, ἀναλωμάτων Λουκ. Δημοσθ. 33, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3598. 33. 3) λεπτομερὴς διήγησις, Πολύβ. 10. 24, 8.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
compte que l’on rend (de qch).
Étymologie: ἀπολογίζομαι.