A leap across, τάφρον X.Eq.8.8, Plu.Rom.10.
[Seite 587] durch- hinüberspringen; τάφρον, Xen. de re equ. 8, 8; Plut. Rom. 10.
διάλλομαι: ἀποθ., πηδῶ εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, τάφρον Ξεν. Ἱππ. 8, 8, Πλούτ. Ρωμ. 10.
franchir d’un bond.Étymologie: διά, ἅλλομαι.