παρατείχισμα

Revision as of 19:44, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A cross-wall, Th.7.11,42, al., SIG784.2(Ephesus, i A.D.).

German (Pape)

[Seite 502] τό, daneben, dabei aufgeführte Mauer, Bollwerk, Thuc. 7, 11 u. Sp., wie Luc. hist. conscr. 38 D. Sic. 11, 20.

Greek (Liddell-Scott)

παρατείχισμα: τό, τεῖχος οἰκοδομηθὲν πλησίον ἢ ἐγκαρσίως, Θουκ. 7. 11, 42, κτλ.· ἴδε Arnold εἰς κεφ. 42, Grote Ἱστ. τῆς Ἑλλάδ. 7, παράρτ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
mur ou retranchement élevé le long de.
Étymologie: παρά, τειχίζω.