ἐνθλάω

Revision as of 19:44, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

Ion. ἐμφλάω,

   A indent by pressure, Hp.Int.44, Aristid.Or.47(23).13; impress (on coin), σημεῖον Ael.NA6.15.

German (Pape)

[Seite 842] (s. θλάω), einquetschen, hineindrücken, Theophr. u. Sp.; hineinprägen, Ael. H. A. 6, 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνθλάω: Ἰων. ἐμφλάω: μέλλ. -άσω ᾰ, θλῶ τι ἐντὸς διὰ πιέσεως, Ἱππ. 556. 23· διὰ πιέσεως ὠθῶ, ἐλαύνω, ἐμπήγω, λίθον εἰς τὸ δένδρον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 2. 4· ἐγχαράττω (ἐπὶ νομίσματος), καὶ νόμισμα δὲ ἀργύρου καὶ χαλκοῦ εἰργάσαντο (οἱ Ἰασεῖς) καὶ ἐνέθλασαν σημεῖον τὸ ἀμφοῖν πάθος Αἰλ. π. Ζ. 6. 15.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
enfoncer dans, graver dans ou sur.
Étymologie: ἐν, θλάω.