ῥῖμμα

Revision as of 19:45, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ατος, τό, (ῥίπτω)

   A throw, cast, ποδῶν ῥίμματα Arion 6; = ἡ ῥῖψις καὶ τὸ βέλος, Hdn.Epim.118.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῖμμα: τό, (ῥίπτω) τίναγμα, κίνησις, κούφοισι ποδῶν ῥίμμασι Ἀρίων παρ’ Αἰλιανῷ π. Ζῴων 12, 45. - Καθ’ Ἡρῳδιαν. ἐν Ἐπιμερ. 118, 8 «ῥῖμμα, ἡ ῥῖψις καὶ τὸ βέλος».

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
jet : ῥίμματα ποδῶν ÉL attitude du danseur qui jette le pied en avant.
Étymologie: ῥίπτω.