strengthd. for εὐτρεπίζω, E.El.75.
[Seite 880] verstärktes εὐτρεπίζω, Eur. El. 75.
ἐξευτρεπίζω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ εὐτρεπίζω, Εὐρ. Ἠλ. 75.
préparer.Étymologie: ἐξ, εὐτρεπίζω.