ἐμπλόκιον
English (LSJ)
τό,
A a fashion of plaiting women's hair, Machoap.Ath.13.579d. 2 hair-clasp, BGU1300.24 (iii/ii B. C.), LXX Ex.35.22, Nu.31.50.
German (Pape)
[Seite 814] τό, Haarschmuck der Frauen, Macho bei Ath. XIII, 579 d; LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπλόκιον: τό, εἶδος πλοκῆς τῆς κόμης τῶν γυναικῶν, Μάχων παρ’ Ἀθην. 579D· κόσμημα ὅπερ ἐνέπλεκον αἱ γυναῖκες εἰς τὰς πλεξίδας των, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΛΕ΄, 21, Ἀριθμ. ΛΑ΄, 50).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
sorte de tresse.
Étymologie: ἐμπλοκή.