δηλαδή

Revision as of 19:45, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

(cf.

   A δῆλος 11.4), Adv. clearly, manifestly, Epich.149, S.OT 1501, E.IA1366, Timocl.3 D., etc.: ironically, προφάσιος τῆσδε δηλαδή on this pretext forsooth, Hdt.4.135: freq. in answers, οὐ πόλλ' ἔνεστι δεινὰ τῷ γήρᾳ κακά;—δηλαδή yes plainly, of course, Ar. V.441: but better written divisim in such phrases as ἢ δῆλα δὴ ὅτι . .; Pl.Prt.309a, etc.; cf. δῆλα δὴ καὶ ταῦτα Id.Cri.48b.

German (Pape)

[Seite 560] natürlich, versteht sich, allerdings, oft ironisch; Soph. O. R. 1501; Her. 4, 135 u. Folgde; wo, wie Plat. Prot. init., ὅτι folgt, schreibt man richtiger getrennt δῆλα δή.

Greek (Liddell-Scott)

δηλαδή: (ἀντὶ δῆλα δή, καὶ τινες ἐκδόται οὕτω γράφουσιν), ἐπίρρ., σαφῶς, φανερῶς, προδήλως, ἐμφανῶς, Σοφ. Ο. Τ. 1501, Εὐρ. Ι. Α. 1366, κτλ.·― ὡσαύτως εἰρωνικῶς ὡς τὸ δῆθεν, προφάσιος τῆσδε δηλαδή, μὲ ταύτην «τάχα» τὴν πρόφασιν, Ἡρόδ. 4. 135· ― συνχάκις ἐπὶ ἀποκρίσεων, οὐ πόλλ’ ἔνεστι δεινὰ τῷ γήρᾳ κακά ;... δηλαδή, βεβαίως, ἐννοεῖται, Ἀριστοφ. Σφηξ. 441, πρβλ. Πλάτ. Κρίτωνι 48Β, κτλ.·

French (Bailly abrégé)

adv.
très évidemment, de toute évidence, sans doute.
Étymologie: p. δῆλα δή.