μουναρχέω

Revision as of 19:45, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

μουναρχ-ία, etc.,

   A v. μοναρχέω, -ία, etc.

German (Pape)

[Seite 210] μουναρχία u. ä., ion. = μοναρχέω, -αρχία.

Greek (Liddell-Scott)

μουναρχέω: -ία, κτλ., ἴδε ἐν λ. μοναρχέω, -ία, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ion. c. μοναρχέω.