μύστρον

Revision as of 19:45, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

τό,

   A = μυστίλη, Nic.Fr.68.8, cf. Ath.3.126a.    2 spoon, Hippoloch. ap. eund.4.129c, Dsc.3.22, POxy.921.25 (iii A. D.), etc.; μύστρου πλῆθος spoonful, as a dose, Archig. ap. Orib.8.2.28, Herod. Med. ap. eund.8.3.2; μ. alone, as a measure, Gal.13.57, 19.770, Hippiatr.Append.p.446.

German (Pape)

[Seite 223] τό, auch μύστρος, ὁ, der Löffel, vgl. Ath. III, 126. XI, 784 b, der das Wort aus Nic. nachweist: ἠρέμα δὲ χλιάον κοίλοις ἐξαίνυσο μύστροις. – Auch ein Maaß, zwei κοχλιάρια habend, Hippiatr.

Greek (Liddell-Scott)

μύστρον: τό, = μυστίλη, Νίκ. παρ’ Ἀθην. 126Α κἑξ.· κοχλιάριον, Ἀθήν. 129Α· ὑποκορ. μυστρίον, Εὐστάθ. 1368. 51: ὡσαύτως μύστρος, ὁ, Πολυδ. ϛʹ, 87. ΙΙ. μέτρον τι ἴσον πρὸς δύο κοχλιάρια, Ἱππιατρ.· ὡσαύτως μυστρίον, Δίδυμ. Ἀλεξ. ΙΙΙ. μυστρίον, τὸ νῦν καλούμενον «μυστρὶ» ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κτίσταις, Ἰω. Διάκονος εἰς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 366.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 cuiller;
2 mystre, mesure de deux cuillerées.
Étymologie: μύζω.