ον,
A with snaky locks, Γοργόνες A.Pr.799.
δρᾰκοντόμαλλος: -ον, ὁ ἔχων κόμην ὀφιοειδῆ, Γοργόνες Αἰσχύλ. Πρ. 799.
ος, ον :hérissé de serpents.Étymologie: δράκων, μαλλός.