δρακοντόμαλλος

Revision as of 19:45, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

ον,

   A with snaky locks, Γοργόνες A.Pr.799.

Greek (Liddell-Scott)

δρᾰκοντόμαλλος: -ον, ὁ ἔχων κόμην ὀφιοειδῆ, Γοργόνες Αἰσχύλ. Πρ. 799.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
hérissé de serpents.
Étymologie: δράκων, μαλλός.