ον,
A with foul breath, AP11.427 (Lucill.), M.Ant.5.28, Orib.Fr.24.
ὀζόστομος: -ον, ὁ κακὸν ὄζων τοῦ στόματος, ὁ ἔχων δυσώδη ἀναπνοή, Ἀνθ. Π. 11. 427, Μ. Ἀντων. 5. 28.
ος, ον :dont la bouche sent mauvais.Étymologie: ὄζω, στόμα.