ζηλοτυπία
English (LSJ)
ἡ,
A jealousy, rivalry, envy, Aeschin.3.81, Com.Adesp.16.20D.; ζ. καὶ φθόνος τῆς δόξης Plu.Per.10; ἡ κατὰ τὴν τέχνην ζ. Luc.Cal.2; ζ. πρός τινα Plu.2.276b; θυσία ζηλοτυπίας LXXNu.5.15: pl., Phld.Rh.2.139S.
German (Pape)
[Seite 1139] ἡ, Eifersucht, Neid, πρός τινα ὑπέρ τινος, Aesch. 3, 81; καὶ φθόνος Plut. Pericl. 10.
Greek (Liddell-Scott)
ζηλοτῠπία: ἡ, «ζήλια», φθόνος, Αἰσχίν. 65. 16˙ ζ. καὶ φθόνος Πλούτ. Περικλ. 10˙ κατὰ τὴν τέχνην ζ. Λουκ. Διαβολ. 2˙ ζ. πρός τινα Πλούτ. 2. 276B.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
jalousie.
Étymologie: ζηλότυπος.