ἡ,= sq., S.OC1213 (lyr.).
[Seite 888] ἡ, = σκαιότης; Soph. O. C. 1215; Ar. bei Suid.
σκαιοσύνη: ἡ, = τῷ ἑπομ., Σοφ. Ο. Κ. 1213.
ης (ἡ) :gaucherie, maladresse, grossièreté.Étymologie: σκαιός.