ον, (δάπτω)
A devoured by fire, A.Eu.1041 (lyr.).
[Seite 822] vom Feuer verzehrt, λαμπάς, Aesch. Eum. 993.
πῠρίδαπτος: -ον, (δάπτω) ὁ ὑπὸ τοῦ πυρὸς καταναλωθείς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 1041.
ος, ον :consumé par le feu.Étymologie: πῦρ, δάπτω.