Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
[Seite 1141] = ζυγηφόρος, ἵππος Plut. cup. div. 2.
ζῠγοφόρος: -ον, φέρων τὸν ζυγόν, πῶλος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 121 (λυρ.)· ἵπποι Πλούτ. 2. 524Α· ἀλλαχοῦ ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ ζυγηφόρος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 341, Εὐρ. Ρήσ. 303.
ος, ον :qui porte le joug.Étymologie: ζυγόν, φέρω.