[Seite 24] ές, glatt zerrieben, od. sein zerrieben, Diosc.
λειοτριβής: -ές, λείως τετριμμένος, λεῖος, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ.
[ῐ] ής, ές :réduit en poudre fine, Diosc.Étymologie: λεῖος, τρίβω.