μακκοάω
English (LSJ)
fut. -άσω [ᾱ],
A to be stupid, μακκοᾷ καθήμενος Ar.Eq.396: pf. part. μεμακκοακώς (v.l. -ηκώς) sitting mooning, ib.62, cf. Com.Adesp. 1210, Luc.Lex.19.—Derived from Μακκώ, a stupid woman, by Suid.
Greek (Liddell-Scott)
μακκοάω: μέλλ. -άσω [ᾱ]· ἀνοηταίνω, παραφρονῶ, μωραίνω, μακκοᾷ καθήμενος Ἀριστοφ. Ἱππ. 396· μετοχ. πρκμ. μεμακκοηκώς, καθήμενος καὶ ληρῶν, ἀνοηταίνων, αὐτόθι 62, πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 19. - Καθ’ ἃ λέγεται, παράγεται ἐκ τοῦ Μακκώ, ὅπερ δηλοῖ ἀνόητον, βλακίζουσαν γυναῖκα, Σουΐδ.· οὕτω Λατ. maccus = stolidus παρ’ Ἀπουληΐῳ καὶ Maccus ἢ ἀδηφάγος ἐν τοῖς Fabulae Atellanae. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μακοᾶν· παραφρονεῖν. προσποιεῖσθαι μὴ ἀκούειν».
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être insensé, idiot.
Étymologie: DELG formation pop.