δύσθετος

Revision as of 19:47, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

ον, (τίθημι)

   A in bad case, κακόν Ph.1.97; τὸ δ. bad condition, J.AJ15.9.6.    II hard to set right, Hp.Fract.38 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 681] 1) in schlechter Lage, in übler Stimmung, Hesych.; τὸ δύσθετον, üble Lage, Ios. – 2) Bei Hipp. = schwer einzurichten, wie δυσέμβολος.

Greek (Liddell-Scott)

δύσθετος: -ον, (τίθημι) ὁ ἐν κακῇ καταστάσει ὤν, τὸ δ., κακὴ κατάστασις, Ἰώσηπ. Α. Ι. 15. 9, 6. ΙΙ. δυσέμβλητος, δυσκόλως ἀποκαθιστάμενος, ὀστέα Ἱππ. Ἀγμ. 776.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 difficile à placer, à remettre;
2 mal disposé.
Étymologie: δυσ-, τίθημι.