δυσέμβλητος
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
δυσέμβλητον, hard to set, of dislocations, Hp.Art.71.
Spanish (DGE)
-ον
medic. difícil de encajar, de reducir τὰ ἄρθρα en dislocaciones, Hp.Art.71, cf. Gal.18(1).741.
German (Pape)
[Seite 679] schwer wieder einzurenken, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
δυσέμβλητος: -ον, ὁ δυσκόλως ἐμβαλλόμενος εἰς τὸν οικεῖον τόπον, ἐπὶ ἐξαρθρώσεων, ὀστέα Ἱππ. Ἄρθρ. 833.
Greek Monolingual
δυσέμβλητος, -ον (A)
φρ. «ὀστέα δυσέμβλητα» — οστά που δύσκολα ξαναμπαίνουν στη θέση τους.