εἰστοξεύω

Revision as of 19:47, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

   A shoot arrows at, Hdt.9.49.    II ἐς. βιβλία ἐς τὸ στρατόπεδον shoot papers attached to arrows into.., D.C.48.25.    III metaph., τὰ ὁρώμενα τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται Hld.3.7.

German (Pape)

[Seite 746] hineinschießen; Her. 9, 49; D. Cass. 48, 25 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εἰστοξεύω: ῥίπτω βέλη ἐναντίον τινός, Ἡρόδ. 9. 49. ΙΙ. ἐστ. βιβλία ἐς τὸ στρατόπεδον, ῥίπτω ἔσω δελτία προσηρτημένα εἰς τὰ βέλη, εἰς..., Δίων Κ. 48. 25.

French (Bailly abrégé)

lancer des flèches dans ou sur.
Étymologie: εἰς, τοξεύω.