εὐποιΐα

Revision as of 19:47, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

ἡ,

   A beneficence, Ep.Hebr.13.16, Inscr.Perg.333, Luc.Abd. 25, D.L.10.10, Procl. in Alc.p.121 C.; τῆς εἴς τινας εὐ. IG3.1054:— in form εὐποΐα, εἰς πλῆθος Inscr.Prien.112.19 (i B. C.): in pl., ib.113.76 (i B. C.), Ph.1.582, Hierocl.p.59 A.

Greek (Liddell-Scott)

εὐποιΐα: ἡ, ἀγαθοεργία, εὐεργεσία, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 25· τῆς εἰς ἑαυτὸν εὐπ. Συλλ. Ἐπιγρ. 189. 9· πληθ., νίκησον αὐτοῦ τὴν ἀγριότητα ταῖς εὐποιΐαις Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 477. 37.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bienfaisance.
Étymologie: εὖ, ποιέω.