(A), ἡ, (αὖος)
A dryness, withering, drought, Archil.125, A.Eu. 333 (lyr.), Herod.8.2.αὐονή (B), ἡ, (αὔω B)
A cry, Semon.7.20.
αὐονή: ἡ, (αὖος) ξηρότης, ξηρασία, στέγνη, Αἰσχύλ. Εὐμ. 333, ἔνθα ἴδ. Ἕρμαννον.
1ῆς (ἡ) :dor. αὐονά;sécheresse.Étymologie: αὖος.