αὖος

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὖος Medium diacritics: αὖος Low diacritics: αύος Capitals: ΑΥΟΣ
Transliteration A: aûos Transliteration B: auos Transliteration C: ayos Beta Code: au)=os

English (LSJ)

η, ον, Att. αὖος, α, ον, also ος, ον Arist.Pr.860a28, Philostr. VS1.21.1:—
A dry, ξύλον a pole, Il.23.327; αὖα παλαί, περίκηλα, of timber, Od.5.240, cf. Pl.Lg.761c; αὔην καὶ διερὴν ἀρόων (sc. γῆν) Hes.Op.460; βόας αὔας shields of ox-hide, Il.12.137, cf. 17.493; so, of hippopotamus' hide, Hdt.2.71; τρύφος ἄρτου stale, AP6.105 (Apollonid.); withered, στέφανος Ar.Eq.534.
2 of sound, αὖον ἀϋτεῖν or αὔειν give a dry, rasping sound, κόρυθες δ' ἀμφ' αὖον ἀΰτευν Il.12.160; αὖον ἄϋσεν [θώρηξ] 13.441; αὖον δέ μοι οἶκος ἀϋτεῖ prob. in Epic. Oxy. 1794.8.
3 αὖον ἀπὸ χλωροῦ τάμνειν, i.e. to cut the nail from the quick, Hes.Op.743.
4 drained dry, exhausted, Alex.158, Theoc.8.48 (Comp.), prob. in Ant.Lib.24.1.
5 thirsty, δίψῃ αὔη IG14.638 (Petelia), cf. GDI4959a (Eleutherna), Luc.Luct.8.
6 trembling, shivering (like a dry leaf), of the aged, Ar.Lys.385; especially of fear, αὖός εἰμι τῷ δέει Men.Epit.480, cf.Pk.163, J.BJ1.19.5: abs., ib.6.4.2, Hld.1.12.
7 metaph., 'stony broke', without money, Luc. Tox. 16, DMeretr.14.1, Alciphr.3.70.
8 of lit. style, dry, ἰδέα λόγων Philostr.VS1.20.2.
9 αὔη ψυχὴ σοφωτάτη dub. in Heraclit.118. (Cf. Lith. sauũsas 'dry', OE. séar.)

Spanish (DGE)

-η, -ον
• Alolema(s): αὗος Ar.Eq.534, Alex.158, Call.SHell.288.52
• Morfología: αὖος, -ον Arist.Pr.860a28, Philostr.VS 514
I 1seco ref. a la facilidad para arder ξύλον Il.23.327, cf. Paus.7.18.11, δένδρεα Od.5.240, αὔη ψυχὴ σοφωτάτη καὶ ἀρίστη el alma seca (e.e. ígnea) es la más sabia y la mejor Heraclit.B 118, ὕλη Pl.Lg.761c, τὸ δένδ[ρ] εον Call.1
seco ref. a la carencia de humedad αὔην καὶ διερὴν ... καθ' ὥρην Hes.Op.460, de la piel del hipopótamo, Hdt.2.71, pero cf. βόας αὔας bueyes secos e.d. escudos de piel de buey curtida, Il.12.37, τὼ δ' ἰθὺς βήτην βοέῃς, εἰλυμένω ὤμους αὔῃσι στερεῇσι Il.17.493, γλῶσσαι Hp.Epid.6.5.8, φύσις Arist.Pr.860a28, τρύφος ἄρτου AP 6.105 (Apollonid.), νεκροί Sch.Ar.Ra.194
seco op. χλωρός en cont. de plantas μηδ' ἀπὸ πεντόζοιο ... αὖον ἀπὸ χλωροῦ τάμνειν de las cinco ramas no cortes lo seco de lo verde e.d. no te cortes las uñas Hes.Op.743, σίδιον Hp.Vlc.12, δένδρα Arist.Pr.906b8, ξύλα Thphr.Sens.75, cf. HP 4.12.3
seco, marchito στέφανος Ar.l.c., ὃ νῦν ῥόδον, αὖον ὀλεῖται Theoc.27.10
tb. de pers. y anim. αὖός εἰμι (habla un viejo), Ar.Lys.385, σῶμα ... αὖον ἐγένετο Alex.l.c., χὠ τὰς βῶς βόσκων χαἰ βόες αὐότεραι Theoc.8.48, ὡς δὲ προσῆλθεν ὁ ὄφις εἰς τὸν κύκλον, αὖον εὐθὺς γενέσθαι αὐτόν cuando la serpiente se acercó al círculo, inmediatamente se secó e.d. murió Arist.Mir.845b32.
2 seco, sediento c. dat. en inscr. órficas δίψῃ δ' εἰμὶ αὔη καὶ ἀπόλλυμαι estoy seca por la sed, e.e. sedienta, y muero, IG 14.638.8 (Petelia), cf. ICr.2.12.31a, b, c (Eleuterna II a.C.), Τάνταλος ... τῇ λίμνῃ αὖ. Luc.Luct.8.
II usos fig.
1 abs. seco del estilo, Philostr.l.c.
neutr. sg. como adv. ref. al ruido κόρυθες δ' ἀμφ' αὖον ἀΰτευν los yelmos resonaban con ruido seco, Il.12.160, (χιτὼν χάλκεος) αὖον ἄϋσεν ἐρεικόμενος περὶ δουρί Il.13.441, αὖον δέ μοι οἶκος ἀϋτεῖ Epic.Alex.Adesp.4.8.
2 de pers. seco, acongojado por diferentes causas, c. dat. δέει αὖός εἰμι estoy seco de miedo e.d. estoy aterrorizado Men.Pc.353, cf. Epit.901, I.BI 1.381, αὖός εἰμι καὶ πέπηγα τῷ κακῷ Men.Sam.515, c. ὑπό y gen. αὐτὴν (Deméter) αὔην ὑπὸ πολλοῦ καύματος ὑποδέχεται Μίσμη Ant.Lib.24.1
abs. seco, paralizado, atónito αὖοι δ' ἑστῶτες I.BI 6.233, αὖ. ἀπόπληκτος Hld.1.12.3, ἀχανής τε καὶ αὖ. Hld.10.13.1.
3 de pers. seco, sin dinero ὡς ἤδη αὖ. ἦν cuando estaba ya arruinado Luc.Tox.16, cf. DMeretr.14.1, Alciphr.3.34.5.
• Etimología: Deriv. de la raíz *Heus- de εὕω en grado ø y prótesis, lo mismo que αὔω y αὕω. La aspiración en αὕω y αὗος puede ser analógica de εὕω. Otros comparan lit. saũsas, aesl. suchŭ.

German (Pape)

[Seite 394] η, ον, att. αὗος, dürr, trocken, Bäume, Schiffsbauholz Od. 5, 240; Her. 2, 92; ὕλη αὔη καὶ ξηρά Plat. Legg. VI, 761 c; βόες αὐότεραι Theocr. 8, 48; αὖον ἀυτεῖν, krachend ertönen, wie wenn dürres Holz gespalten wird, Il. 12, 160; von einem abgelebten Greise, Ar. Lys. 385; ausgesogen, verarmt, Luc. D. Mer. 14; vgl. Tox. 16; vor Furcht erstarrt, Heliod. 1, 12; auch = durstig.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
att. αὗος;
sec, desséché (bois, terre, fruit, etc.) ; αὖον ἀϋτεῖν IL résonner d'un bruit sec.
Étymologie: αὔω.

Russian (Dvoretsky)

αὖος: атт. αὗος 3, реже
1 сухой, высохший, засохший (δένδρεα Hom., Arst.; sc. καρπός Her.; στέφανος Arph.; ὕλη Plat.; ἕδρη Theocr.);
2 зачахнувший, истощенный, дряхлый (γέρων Arph.);
3 обнищавший, обедневший Luc.;
4 (о звуке), сухой, скрипучий, резкий (αὖον ἀϋτεῖν Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

αὖος: -η, -ον, καὶ Ἀττ. αὖος, α, ον (αὔω): ― ξηρός, αὖα πάλαι, περίκηλα, ξηρὰ ἀπὸ πολλοῦ, περισσῶς κατεσκληκότα, ἐπὶ ξύλων, Ὀδ. Ε. 240· αὔην καὶ διερὴν ἀρόων (ἐνν. γῆν) Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 458· ξηρός, ἐπὶ καρποῦ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀπαλός, Ἡρόδ. 2. 71, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 761C· μεμαραμμένος, ἐξηραμμένος, ἐπὶ φύλλων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 534: ― ἐν Ἰλ. μόνον ἐν τῇ φράσει, αὖον ἀῡτεῖν ἢ αὔειν, ἀποτελῶ ξηρὸν ἦχον (ὡς τὸ aridus fragor ἐν Οὐεργ., πρβλ. καρφαλέος), ἐπὶ μετάλλου, κόρυθες δ’ ἀμφ’ αὖον αΰτευν, «αἱ περκεφαλαῖαι δὲ αὐτῶν ξηρὸν ἦχον ἀποτέλουν, περιήχουν» (Σχόλ.), Ἰλ. Μ. 160· αὖον ἄϋσεν, [ὁ χαλκοῦς χιτών], Ν. 441: ― μηδ’ ἀπὸ πεντόζοιο θεῶν ἐν δαιτὶ θαλείῃ αὖον ἀπὸ χλωροῦ τάμνειν αἴθωνι σιδήρῳ, «μὴ ἐξονυχίχου ἐν ταῖς ἑορταῖς, μηδὲ τὸν ξηρὸν ὄνυχα ἐκ τῶν χλωρῶν καὶ ζώντων δακτύλων τῆς πεντόζου χειρὸς ἀπότεμνε», (Σχόλ. Τζέτζ.) Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 741. 2) κατεσκληκώς, μεμαραμμένος, ἐπὶ γέροντος, ἀλλ’ αὖός εἰμ’ ἥδη τρέμων Ἀριστοφ. Λυσ. 385· σῶμα μὲν ἐμοῦ τὸ θνητὸν αὖον ἐγένετο Ἄλεξ. ἐν «Ὀλυμπιοδώρῳ» 1. 3) ἀπεξηραμμένος, ξηρός, χὼ τὰς βῶς βόσκων χαὶ βόες αὐότεροι Θεόκρ. 8. 48· δίψῃ αὔη Ἐπιγράμμ. Ἐλλ. 1037. 8· ἐκπεπηγμένος, ἐγὼ δ’ ὥσπερ τυφῶνι βληθεὶς αὖος, ἀπόπληκτος εἱστήκειν, ὡς τὸ τῆς σημερινῆς «ἔμεινα ξερός», Ἡλιοδ. Αἰθ. 1. 12, σ. 19, ἴδε σημείωσιν Κοραῆ τ. 2, σ. 23.

English (Autenrieth)

dry, neut. as adv., of sound, hoarse, grating, Il. 12.160, Il. 13.441.

Greek Monolingual

αὖος, -η, -ον και αὗος, -η, -ον και -ος, -ον (Α)
1. (για ξύλα, καρπούς κ.λπ.) ξερός, στεγνός
2. (για φύλλα) μαραμένος, ξερός
3. (για τους γέρους) αυτός που τρέμει (κυρίως από φόβο), που έχει το εύθραυστο του ξερού φύλλου
4. διψασμένος
5. εμβρόντητος, κατάπληκτος
6. απένταρος, αχρήματος
7. φρ. «αὖον ἀϋτεῖν» ή «...αὔειν
βγάζω ξερό ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τύποι αὗος (αττικός) και αὖος (ήδη ομηρικός) ανάγονται στο ινδοευρ. sausos «ξηρός» > hauhos > auhos (με ανομοιωτική σίγηση του αρχικού h-) > hauos (με πρόληψη της δασύτητας στην αρχή της λ.) > αὗος και αὖος (με ψίλωση). Κατ' άλλη άποψη, sausos > hauhos > hauos (με σίγηση του -h- πιθ. λόγω ανομοιώσεως) > αὗος και αὖος (με ψίλωση). Ο ελληνικός τ. αντιστοιχεί προς τα λιθ. saῡsos, αρχ. σλαβ. suchŭ, αγγλοσαξον. sēar, μσν. γερμ. sōr (τύποι που φέρουν τη σημασία «ξηρός» και επίσης ανάγονται σε ινδοευρ. saũsos).
ΠΑΡ. αρχ. αὐαίνω και αὑαίνω, αυονή, αυότης.

Greek Monotonic

αὖος: -η, -ον, Αττ. αὗος, , -ον (αὔω
1. ξηρός, λέγεται για τα ξύλα, σε Ομήρ. Οδ.· ξηραμένος, λέγεται για καρπούς, σε Ηρόδ.· μαραμένος, λέγεται για φύλλα, σε Αριστοφ.· ουδ. ως επίρρ., αὖον ἀϋτεῖν ή αὔειν, ηχώ ξηρά και σκληρά, λέγεται για το μέταλλο, σε Ομήρ. Ιλ.
2. αποξηραμένος, ξηρός, σε Θεόκρ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: dry (Il.).
Dialectal forms: Att. αὗος
Derivatives: αὐονή (Archil.), cf. καλλονή, ἡδονή (Schwyzer 490, Chantr. Form. 207). - αὐαλέος id. (Hes.) like ἀζαλέος a. o.; also αὐσόν ξηρόν H. with s-Suffix as in ῥυσός, γαυσός etc. (Schwyzer 516, Chantr. Form. 454). On αὐσταλέος, αὐστηρός s. below. - Denom. verb: αὐαίνω, αὑαίνω (comp. with ἀπ-, ἀφ-, κατ-, καθ-αυαίνω) dry; αὐασμός ds. (Hp.; Schwyzer 493, Chantr. 141f.; αὑαψή s.v.. - αὕω ξηραίνω (Hdn.; also ἀφαύει Ar. Eq. 394, which Solmsen Unt. 277 corrects in ἀφανεῖ) looks like a primary verb, but may be denom. (Schwyzer 723). Two adj. with related meaning: αὐσταλέος dried up (Od.; cf. αὑαλέος above and Bechtel Lex. s. v.) and αὐστηρός hard (Hp.) presuppose a verbal adj.(?) *αὖστος; but cf. the synonym καύστ-ειρα.
Origin: IE [Indo-European] [880] h₂s-us- dry
Etymology: αὖος, αὗος is cognate with Lith. saũsas, OCS suxъ, OE sēar, which suggest PIE *saũsos dry. (Skt. śoṣa- (assimilated from *soṣa-) m. the making dry is secondary. Uncertain Alb. ʮaj dry, Demiraj, Alb. Etym.) Zero grade *sus- in Skt. śúṣ-ka- (< *suṣ-ka-) = Av. huška-, OP. uška- dry (perhaps also in Lat. sūdus dry, bright < *suz-d-). From this form verbs like Skt. śúṣ-yati, Latv. sust become dry. - Lubotsky (KZ 98, 1985, 1 - 10) argues that the Greek form goes back on *h₂sus-, as is shown by ἀυσταλέος, which has five syllables. He thinks it was a perfect ptc. of *h₂es- be dry (not burn, glow), seen in ἄζω and Lat. areo (with redupl. *h₂e-h₂s-). Balto-Slavic and Germanic derive from *h₂sous- with sec. o-grade. This also solves the problem that PIE had no *a. -- S. also αὐχμός.

Middle Liddell

[αὔω]
1. dry, of timber, Od.: dried, of fruit, Hdt.: withered, of leaves, Ar.:—neut. as adv., αὖον ἀϋτεῖν or αὔειν to ring dry and harsh, of metal, Il.
2. dried up, exhausted, Theocr.

Frisk Etymology German

αὖος: att. αὗος
{aũos}
Meaning: dürr, trocken (seit Il.).
Derivative: Mehrere Ableitungen. Adjektivabstraktum αὐότης f. Trockenheit (Arist.); als solches fungiert auch αὐονή (Archil., A. in lyr., Herod.), Bildung wie καλλονή, ἡδονή usw. (Schwyzer 490, Chantraine Formation 207), aber näheres Vorbild unbekannt. — Erweiterte Adjektivformen: αὐαλέος dürr, trocken (poet. seit Hes.) nach ἀζαλέος, ἰσχαλέος u. a.; vgl. auch αὐαίνω (Schwyzer 484, Chantraine Formation 253); αὐηρός (AP), vgl. αὐστηρός unten; außerdem αυσόν· ξηρόν H. mit demselben s-Suffix wie in ρυσός, γαυσός usw. (Schwyzer 516, Chantraine 454). — Denominatives Verb: αὐαίνω, αὑαίνω (Komp. ἀπ-, ἀφ-, κατ-, καθαυαίνω) trocken machen, dörren; davon αὔανσις das Austrocknen (Arist.; vgl. Holt Les noms d'action en -σις 136 A. 1), αὐασμός ib. (Hp., AB), vgl. μαραίνω: μαρασμός und Schwyzer 493, Chantraine 141f.; außerdem αὐαντή (sc. νόσος) Dörrsucht (Hp.), vgl. Strömberg Wortstudien 100; s. auch αὐαψή. — Das bei Hdn. belegte αὕω· ξηραίνω (außerdem ἀφαύει Ar. Eq. 394, das indessen Solmsen Unt. 277 in ἀφανεῖ, von ἀ̄νέω = αἵνω, ändern will) sieht wie ein primäres Verb aus, ist aber wahrscheinlich sekundär nach einem uralten denominativen Bildungstypus (Schwyzer 723) neben αὗος entstanden. — Davon αὖσις (EM).
Etymology: Neben αὖος aus idg. *saũsos (vgl. unten) stehen zwei bedeutungsverwandte Adjektive: αὐσταλέος struppig, schmutzig (ep. seit Od.; vgl. αὐαλέος usw. oben und Bechtel Lex. s. v.) und αὐστηρός herb, streng (Hp., Pl. usw.) mit αὐστηρία, αὐστηρότης, die von einem mit -τ- gebildeten Nomen (*αὖστος n.? Schwyzer 482 A. 14) auszugehen scheinen; zu beachten immerhin das synonyme καύστειρα. — αὖος, αὗος geht über hαῦος (Dissimilation) bzw. über *αὖhος (Dissimilation und Hauchversetzung, vgl. Schwyzer 220 oben) auf *hαῦhος zurück und ist mit lit. saũsas, aksl. suchъ, ags. sēar, mnd. sōr trocken identisch: idg. *saũsos trocken. Dagegen ist aind. śoṣa- (aus *soṣa- assimiliert) m. das Austrocknen, auch Adj. trocken machend, obwohl damit formal identisch, sowohl wegen der abweichenden Bedeutung wie wegen des späten Auftretens als ein neugebildetes Verbalnomen zu śúṣyati (s. unten) zu betrachten. Hierher noch alb. ϑań trocknen, denominativ aus *sausniō (vgl. das davon unabhängige αὐαίνω). — Neben idg. saus- steht, damit ablautend, sus- in aind. śúṣ-ka- (aus *suṣ-ka-, vgl. oben) = aw. huška-, apers. uška- trocken, wahrscheinlich auch in lat. sūdus trocken, sonnig aus *suz-do- (anders WP. 2, 520). Derselbe Ablaut auch in mehreren Verbalformen, z. B. aind. śúṣ-yati, lett. sust trocken werden. Weiteres bei WP. 2, 447f., W.-Hofmann s. sūdus m. Lit. — S. auch αὐχμός.
Page 1,188-189

English (Woodhouse)

dry, withered, dead withered

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

thirsty

Albanian: etur; Arabic: عَطْشَان, ظَمْآن; Egyptian Arabic: عطشان; Hijazi Arabic: عطشان; Armenian: ծարավ; Aromanian: sitos; Aymara: phara, waña; Azerbaijani: susuz; Bashkir: һыуһаған; Belarusian: які́ хоча піць; Bengali: তৃষ্ণার্ত, পিয়াসী; Bikol Central: paha; Bulgarian: жаден; Burmese: ရေငတ်, ရေဆာ; Catalan: assedegat, sedejant, sedegós,: tenir set; Chinese Cantonese: 口渴, 頸渴, 颈渴; Hakka: 嘴渴, 肚渴; Hokkien: 喙焦; Mandarin: , 口渴; Czech: žíznivý; Danish: tørstig; Dutch: dorstig; Esperanto: soifanta; Finnish: janoinen; French:: avoir soif, assoiffé; Galician:: ter sede; Gallurese: sititu; Georgian: მწყურვალი, მოწყურებული; German: durstig; Greek: διψασμένος; Ancient Greek: αὖος, αὗος, διψακερός, διψαλέος, διψηρός, διψητικός, δίψιος, διψώδης, διψῶν, ἔξαυος, πρόσδιψος; Hebrew: צָמֵא; Hindi: प्यासा, तिश्ना; Hungarian: szomjas; Icelandic: þyrstur; Ido: durstoza; Indonesian: haus; Italian: assetato,: avere sete; Japanese: 喉が渇いた; Kazakh: сусаған, шөлдеген; Khmer: ស្រេកទឹក; Korean: 목마르다, 갈증나다; Kurdish Central Kurdish: تینوو; Northern Kurdish: tî, têhnî; Kyrgyz: суусаган, чанкаган; Lao: ຫິວນ້ຳ, ຢາກນ້ຳ; Latin: sitiens, siccus, sitibundus; Latvian: izslāpis; Lithuanian: ištroškęs; Luxembourgish: duuschtereg; Macedonian: жеден; Malay: dahaga, haus; Maori: matewai, hiawai; Marathi: तहानलेला, तहानलेले, तहानलेली; Mongolian Cyrillic: ангасан; Nahuatl: āmiqui; Norwegian Bokmål: tørst; Nynorsk: tørst; Occitan: assedat,: aver set; Odia: ଶୋଷିଲା, ତୃଷିତ; Old Church Slavonic Cyrillic: жѩдьнъ; Old English: þurstiġ, þyrstan; Old Norse: þyrstr; Persian: تشنه; Plautdietsch: darschtich; Polish: spragniony; Portuguese: sequioso, sedento, com sede; Quechua: yarqa; Romanian: setos, însetat,: i fi sete; Romansh:: avair said; Russian: жаждущий, томимый жаждой, хотеть пить; Sardinian: assididu; Campidanese: sídiu; Logudorese: sídiu; Sassarese: settiu; Serbo-Croatian Cyrillic: жедан; Roman: žédan; Sicilian: assitatu; Slovak: smädný; Slovene: žejen; Spanish: sediento; Swedish: törstig, törstande; Tagalog: uhaw; Tajik: ташна; Tatar: сусаган; Tausug: malanggang; Thai: กระหาย; Tibetan: ཁ་བསྐོམས; Tocharian B: yokaitse; Turkish: susuz; Turkmen: teşne, suwsan; Ukrainian: спраглий; Urdu: پیاسا; Uyghur: ئۇسسىغان, ئۇسسىماق, چاڭقىماق; Uzbek: chanqagan, tashna; Venetian: arsirà; Vietnamese: khát; Welsh: sychedig; White Yiddish: דאָרשטיק; Zhuang: hozhawq, hozgan