ἀποδοχή
English (LSJ)
Aeol. ἀπυδοχά, ἡ,
A receiving back, having restored to one, opp. ἀπόδοσις, Th.4.81. 2 entertainment, reception, ξένων J.AJ12.2.12 (s.v.l.). 3 place of reception, γῆ ἀ. πάντων Secund.Sent.15. II acceptance, approbation, favour, ἀποδοχῆς τυγχάνειν παρά τινι Plb.1.5.5, cf. J.AJ6.14.4; ἀ. ἀξιοῦσθαι Plb.2.56.1, cf. D.S.12.53; μετ' εὐχαριστίας καὶ ἀποδοχῆς Phld.D.3.2; εἶναι ἐν ἀ. τῷ δήμῳ SIG807.21 (Magn. Mae., i A. D.); εἶναι ἐν τῇ καλλίστῃ ἀ. AJA18.324 (Sardes); ἐν ἀ. ἔχην τινά GDI311 (Cyme); πάσης ἀ. ἄξιος 1 Ep.Ti.1.15, cf. SIG 867.21 (Ephesus, ii A. D.), Hp.Ep.20. III acceptation, meaning of terms, S.E.M.1.232.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδοχή: ἡ, (ἀποδέχομαι), τὸ δέχεσθαί τι ἐπιστρεφόμενον, παραλαβή, ἀντίθετον τῷ ἀπόδοσις, Θουκ. 4. 81. ΙΙ. ἀποδοχή, ἐπιδοκιμασία, εὔνοια, συχν. παρὰ Πολυβ., Διόδ., κλ.· ἀποδοχῆς τυγχάνειν παρά τινι Πολύβ. 1. 5, 5, κ. ἀλλ.· ἀπ. ἀξιοῦσθαι ὁ αὐτ. 2. 56, 1· ἐν ἀπ. ἔχειν τινὰ Συλλ. Ἐπιγρ. 3524. 29, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
recouvrement.
Étymologie: ἀποδέχομαι.