ἀποστερητέον

Revision as of 19:48, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

   A one must defraud, τινά τινος Plu.2.931d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστερητέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις δι’ ἀπάτης νὰ στερήσῃ τινά τινος Πλούτ. 2. 931D.

French (Bailly abrégé)

adj. verb. de ἀποστερέω.