A roll away, LXX Ge.29.3,al., D.S.14.116, Ev.Matt.28.2, Apollod.3.15.7:—Pass., Luc. Rh.Pr.3.
[Seite 309] = άποκυλίνδω, N. T. u. a. Sp.
ἀποκῠλίω: μέλλ. -ίσω [ῑ], κυλίω μακράν, Ἑβδ. καὶ Καιν. Διαθ. - Παθ., Λουκ. Ρητ. διδ. 3.
1 tr. faire rouler;2 intr. rouler.Étymologie: ἀπό, κυλίω.