ον, poet. for ἀπόλεμος, Il.2.201, E.Med.640(lyr.), etc.
[Seite 340] poet. für ἀπόλεμος, Hom. Iliad. 2, 201. 9, 35. 41; Eur. Med. 643 u. Sp.
ἀπτόλεμος: -ον, ποιητ. ἀντὶ ἀπόλεμος, Ἰλ., Εὐρ., κλ.
ος, ον :poét. c. ἀπόλεμος.